- νεωποιεῖον
- νεω-ποιεῖον, τό,A office of the νεωποῖαι, Supp.Epigr.2.568 (Didyma, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεωποιείον — νεωποιεῑον και νηωποιεῑον, τὸ (Α) [νεωποιός] το αξίωμα του νεωποιού … Dictionary of Greek
νηωποιείον — νηωποιεῑον, τὸ (Α) βλ. νεωποιείον … Dictionary of Greek